- στεφανοειδής
- -ές, Μόμοιος με στέφανο, στεφανώδης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek